- τζουγκράνισμα
- το, Νβλ. τσουγκράνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουγγράνισμα — και τσουγκράνισμα και τσαγκρούνισμα [τσουγγρανίζω / τζουγγρανίζω] και τζουγγράνισμα και τζουγκράνισμα, το, Ν γρατζούνισμα … Dictionary of Greek